κολακευτικά

κολακευτικά
κολακευτικός
sycophantic
neut nom/voc/acc pl
κολακευτικά̱ , κολακευτικός
sycophantic
fem nom/voc/acc dual
κολακευτικά̱ , κολακευτικός
sycophantic
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κολακευτικάς — κολακευτικά̱ς , κολακευτικός sycophantic fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωτίλλω — (AM) [κωτίλος] φλυαρώ με κολακευτικά και τρυφερά λόγια («ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν», Φωκυλ.) αρχ. μτφ. εξαπατώ κάποιον λέγοντας πολλά αρεστά και κολακευτικά λόγια («γυναικὸς ὢν δούλευμα μὴ κώτιλλέ με», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • Νέστωρ — I Ομηρικός ήρωας, βασιλιάς της Πύλου, γιος του Νηλέα και της Χλωρίδας, περίφημος για τη σοφία, την ευγλωττία και την τόλμη του. Έζησε επί τρεις γενιές ανθρώπων και πήρε μέρος σε πλήθος πολεμικών επιχειρήσεων : στον πόλεμο των Λαπιθών και των… …   Dictionary of Greek

  • αθυμίαστος — η, ο και αθύμιαστος (Α ἀθυμίαστος, ίαστον) [θυμιάζω] 1. αυτός που δεν έχει θυμιαστεί, αλιβάνιστος 2. αυτός που δεν έχει επαινεθεί με λόγια κολακευτικά 3. αυτός που δεν δέχεται, δεν κάμπτεται από κολακείες 4. (ειρωνικά) αυτός που δεν έχει υβρισθεί …   Dictionary of Greek

  • αθώπευτος — η, ο (Α ἀθώπευτος, ον) [θωπεύω] αυτός που έχει μείνει χωρίς θωπείες, αχάιδευτος αρχ. 1. αυτός που δεν ακούει κολακευτικά λόγια, ακολάκευτος 2. αυτός που δεν κολακεύει, ο μη κολακευτικός, τραχύς, σκληρός, απότομος …   Dictionary of Greek

  • αικάλλω — αἰκάλλω (Α) 1. θωπεύω, κολακεύω 2. (για σκύλους) κουνώ την ουρά κολακευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Το ρ. (που χρησιμοποιείται μόνο σε ενεστ. και παρατ.) προέρχεται πιθ. από το ουσ. αἰκάλος «κόλακας» (Ησύχιος), χωρίς να αποκλείεται και το… …   Dictionary of Greek

  • γαλίφης — και γαλοῡφος και γαλούφης, α και ω και γαλίφισσα, ικο ο κόλακας, αυτός που προσπαθεί να πετύχει κάτι με κολακευτικά λόγια και υπερβολικές περιποιήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gaglioffo «αχρείος, μωρός, ουτιδανός, ανίκανος»] …   Dictionary of Greek

  • εύφωνος — η, ο (Α εὔφωνος, ον και εὐφωνής, ές) 1. αυτός που έχει γλυκιά, αρμονική φωνή, ο καλλίφωνος, ο εύηχος 2. (για κήρυκα ή ρήτορα) αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο βροντόφωνος («λαβοῡσα κηρύκαιναν εὔφωνόν τινα», Αριστοφ.) αρχ. 1. (για λύρα) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • θωπευτικός — ή, ό (Α θωπευτικός, ή, όν) [θωπευτής] 1. αυτός που είναι επιτήδειος στο να θωπεύει 2. αυτός που αρέσκεται στο να κολακεύει, γαλίφης νεοελλ. 1. τρυφερός, χαϊδευτικός 2. ελαφρός σαν χάδι, απαλός σαν χάδι («η πνοή τού αγγέλου θωπευτικωτέρα και τής… …   Dictionary of Greek

  • θωψ — θώψ, ωπός ὁ (Α) 1. ο κόλακας, αυτός που υποθάλπει ανειλικρινώς τον εγωισμό και τη ματαιοδοξία κάποιου («ἤν τε θεραπεύη τις κάρτα, ἄχθεται ἅτε θωπί» αν κανείς τόν περιποιείται πάρα πολύ, τόν υποπτεύεται ως κόλακα, Ηρόδ.) 2. ως επίθ. φρ. «θῶπες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”